- ἀγλαόκοιτος
- ἀγλαό-κοιτος, mit einem Ehrenplatz am Tische
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαόκοιτος — ἀγλαόκοιτος, ον (Μ) κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῖτος] … Dictionary of Greek
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek